- βαρύνων
- βαρύ̱νων , βαρύνωweigh downpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
отѧжьчавати — ОТѦЖЬЧАВА|ТИ (1*), Ю, ѤТЬ гл. Увеличивать: врачь… премудрѧ˫асѧ о недузѣ по см҃рти. или мьзды отѧжчава˫а ѿхоженье(м). или ѿча˫аньѥ назнамену˫а. (βαρύνων) ГБ к. XIV, 29г … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
στιβαρός — ή, ό/ στιβαρός, ά, όν, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που έχει σφιχτά, μυώδη και ισχυρά μέλη, ρωμαλέος, δυνατός (α. «τόν άρπαξε με τα στιβαρά του χέρια και τόν σήκωσε σαν φτερό» β. «στιβαροὶ βραχίονες», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. συμπαγής, συμπυκνωμένος 2. (για… … Dictionary of Greek
βαρύνω — βαρύνω, βάρυνα βλ. πίν. 48 Σημειώσεις: βαρύνω : η σημασία του, σε σχέση με το βαραίνω, έχει περιοριστεί κυρίως στο → έχω βαρύτητα, σπουδαιότητα, ενώ συνηθισμένη είναι η χρησιμοποίηση του ρήματος με την έννοια → αποτελώ στοιχείο εις βάρος κάποιου… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής